-
1 ὕπνος
ὕπνος, ὁ (vgl. sopor, somnus), 1) der Schlaf, Hom. u. Folgende überall; auch vom Beischlaf, Od. 11, 215; vom Todesschlaf, χάλκεος, Il. 11, 241; ἐν ὕπνῳ πέσεν Pind. I. 3, 41; oft bei Tragg.; u. in Prosa, ἐκ τῶν ὕπνων ἐγειρόμενος Plat. Rep. I, 330 e; – περὶ πρῶτον ὕπνον, um die Zeit des ersten Schlafes, Plut. Nic. 5, wie περὶ πρώτους ὕπνους Eubul. in B. A. 111. – Auch Schläfrigkeit, Trägheit, τοσοῦτον ὕπνον καὶ λήϑην ἔχειν ἅπαντας Dem. 18, 283. – 2) der Gott des Schlafes, Il. 14, 231 ff., der Zwillingsbruder des Todes, 16, 672. 682; Soph. Phil. 826; nach Hes. Th. 212 der Sohn der Nacht. – [Die att. Dichter brauchen die erste Sylbe zuweilen kurz, s. Jac. A. P. p. 261.]
См. также в других словарях:
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek